τιτυρίς

τιτυρίς
-ίδος, ἡ, Α
κριάρι ή τράγος που προπορεύεται σε ένα κοπάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίτυρος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. Τιταν-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τίτυρος — (I) ὁ, Α (δωρ. τ.) 1. βραχύουρος πίθηκος 2. (στη Λακωνία) τιτυρίς* 3. ως κύριο όν. Τίτυρος α) Σάτυρος («oἱ συγχορευταὶ Διονύσου Σάτυροι... Τίτυροι ὀνομαζόμενοι», Αιλ.) β) σύνηθες όνομα ποιμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. αβέβαιης ετυμολ. σχηματισμένος πιθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”